Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
Όρνιθες — Κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το 414 στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή… … Dictionary of Greek
Φαρμάκης, Ιωάννης — (Μπλάτσι, Δυτική Μακεδονία 1772 – Κωνσταντινούπολη 1821). Φιλικός και οπλαρχηγός. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του κατείχε το αρματολίκι της περιοχής και από την οικογένειά του (των Χατζή Φαρμάκηδων) προέρχονταν οι δημογέροντες του χωριού. Μετά την… … Dictionary of Greek